Ιστορία της Λέσβου


Πελασγία, Ίσσα, Μυτωνίς, Αίγειρα, Ιμερτή, Λασία, Μακαρία είναι μερικές από τις ονομασίες που έχουν δοθεί στο νησί της Λέσβου κατά το πέρασμα των χρόνων. Η σημερινή του ονομασία λέγεται ότι προέρχεται από τον Λέσβο, γιο του Λαπίθου του Θεσσαλού, που έπλευσε στο νησί και παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Μάκαρα, Μήθυμνα.

Οι Πελασγοί ήταν οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού, αλλά από τα τρία ελληνικά φύλλα της αρχαιότητας, εκείνοι που άφησαν έντονα το στίγμα τους σε αυτόν τον τόπο ήταν οι Αιολείς. Αφού εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο νησί, ίσως κατά τον 12 π.Χ. αιώνα, συγχωνεύτηκαν με το ντόπιο πληθυσμό και έδωσαν τη γλώσσα και τη σφραγίδα του πολιτισμού τους, όπως μαρτυρούν τα αιολικά κιονόκρανα και τα χαρακτηριστικά γκριζόχρωμα λεσβιακά αγγεία που βρίσκονται στα αρχαιολογικά μουσεία του νησιού.  Ο αιολικός πολιτισμός δεν περιοριζόταν μόνο στη Λέσβο, αλλά επεκτεινόταν και στην απέναντι μικρασιατική ακτή, δίνοντας στις δύο αυτές περιοχές φυσική, πολιτική, οικονομική και πολιτισμική συνέχεια. Ο μυχός μάλιστα του αδραμυττινού κόλπου, απέναντι ακριβώς από τη Λέσβο στη μικρασιατική ακτή, είχε αποικισθεί σε μεγάλη έκταση από τους κατοίκους της Μυτιλήνης και γι’ αυτό ονομαζόταν κατά τον Ηρόδοτο «Μυτιληναίων αιγιαλός».

Στην αρχαιότητα, η οικονομία του νησιού ήταν κατεξοχήν γαιοκτηνοτροφική, αλλά λόγω της γεωγραφικής του θέσης – κοντά στην έξοδο των Δαρδανελίων και κοντά στις εμπορικές οδούς της εποχής – ανέπτυξε και εμπορική δραστηριότητα. Τα ερείπια των λεσβιακών οικισμών της εποχής, καθώς και τα κατάλοιπα των μνημειακών κατασκευών που έχουν διασωθεί φανερώνουν μια εύρωστη οικονομία, η οποία σε περιόδους ειρήνης βασιζόταν και στο αξιόλογο εξωτερικό εμπόριό της. Έτσι, σε αιγυπτιακούς παπύρους έχουν διασωθεί καταγραφές φορτίων του ξακουστού κατά την αρχαιότητα λεσβιακού κρασιού, αλλά και ελαιολάδου, τα οποία εξήχθησαν στην Αίγυπτο στην περίοδο των ελληνιστικών χρόνων.

Κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου, μεγάλη ήταν η ευημερία του νησιού, όπως μαρτυρούν τα οικοδομήματα της εποχής, με σημαντικότερα το αρχαίο θέατρο της Μυτιλήνης, του οποίου η ακουστική θεωρείται εφάμιλλη αυτής του θεάτρου της Επιδαύρου και το ρωμαϊκό υδραγωγείο της Μόριας, που υδροδοτούσε τη Μυτιλήνη μεταφέρνοντας νερό από απόσταση περίπου 30 χλμ. Η ίδια ακμή θα διατηρηθεί και στην πρωτοβυζαντινή εποχή. Η επιβολή του χριστιανισμού στο νησί, ίσως κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα, θα συνοδευτεί από την οικοδόμηση μεγαλοπρεπών παλαιοχριστιανικών βασιλικών, οι οποίες χτίστηκαν στην πλειοψηφία τους στις θέσεις των αρχαίων ναών, αφού το οικοδομικό υλικό τους χρησιμοποιήθηκε εκ νέου σε νέες χρήσεις. Εντυπωσιακά τους λείψανα σώζονται στην Ερεσό, στην Αγία Παρασκευή, στο Υψηλομέτωπο, καθώς και στην περιοχή του Αγίου Φωκά, πλάι στο ομώνυμο εξωκλήσι, δυτικά των Βατερών. Ωστόσο, οι συνεχείς επιδρομές και λεηλασίες πειρατών και Αράβων σηματοδότησαν την οικονομική ύφεση της Λέσβου. Έτσι, σταδιακά θα αρχίσει να περνά σε δεύτερη μοίρα, αφού θα μετατραπεί σε χώρο εκτόπισης πολιτικών εξορίστων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τα ονόματα των αυτοκρατόρων Ειρήνης της Αθηναίας και Κωνσταντίνου του Μονομάχου. Καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής εποχής ο ασκητικός βίος και το μοναστικό φαινόμενο θα λάβει εξαιρετικά μεγάλες διαστάσεις στην περιοχή, με αποτέλεσμα την ίδρυση πολλών μονών και ασκητηρίων. Το 1355 το νησί παραχωρείται από τον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο στον οίκο των Γατελούζων και συγκεκριμένα στον Φραγκίσκο Γατελούζο από τη Γένοβα. Κατά την περίοδο διακυβέρνησης του νησιού από τους Γατελούζους, οι οποίοι αναγνώριζαν την επικυριαρχία του Βυζαντινού αυτοκράτορα, η Λέσβος θα καταστεί κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου του βορειοανατολικού Αιγαίου και θα γνωρίσει σημαντική οικονομική ακμή. Το μονόγραμμα των Παλαιολόγων και τα βυζαντινά εμβλήματα θα συνυπάρξουν με τους θυρεούς των Γατελούζων τόσο στην κτητορική επιγραφή του κάστρου της Μυτιλήνης, όσο και στα νομίσματά τους, σηματοδοτώντας μια κοινή αναπτυξιακή πορεία 100 περίπου ετών για Λέσβιους και Γενοβέζους.

Το 1462 όμως, η Λέσβος θα βρεθεί υπό οθωμανική διοίκηση, μετά από την κατάληψή της από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή. Η νομική και φορολογική ανισότητα μεταξύ των ντόπιων χριστιανών και των μουσουλμάνων, οι εξισλαμισμοί χριστιανών, η φορολογική αφαίμαξη, η κατάπνιξη της ελευθερίας σκέψης και έκφρασης και οι περιορισμοί στην εξαγωγή των λεσβιακών προϊόντων στο εξωτερικό, συνέθεταν το δυσμενές πλαίσιο διαβίωσης ειδικότερα του χριστιανικού πληθυσμού μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, οπότε και ξεκίνησε να διαφαίνεται η σταδιακή ανάκαμψη της εμπορικής δραστηριότητας της Λέσβου. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Εθνεγερσίας του 1821, παρά τις προσπάθειες για επαναστατικές κινήσεις, το νησί παρέμεινε η σημαντικότερη ίσως βάση του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο, λόγω της γεωγραφικής του θέσης. Ωστόσο, η απελευθέρωση του εμπορίου και η ελεύθερη διακίνηση αγαθών στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  κατά τον 19ο αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική και εμπορική αναγέννηση του νησιού, η οποία οδήγησε και στη δημιουργία μιας ισχυρής αστικής τάξης. Δείγματα της ευημερίας αυτής αποτελούν τα εντυπωσιακά οικοδομήματα και αρχοντικά πλούσιων οικογενειών, οι μεγαλοπρεπείς ναοί, τα εκπαιδευτήρια, καθώς και τα βιομηχανικά κτήρια που βρίσκονται διάσπαρτα στο νησί.

Κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (1912-1913) και συγκεκριμένα στις 8 Νοεμβρίου 1912,  ο ελληνικός στόλος απελευθέρωσε την πόλη της Μυτιλήνης, ενώ το πρωτόκολλο παράδοσης ολόκληρου του νησιού στις ελληνικές αρχές υπεγράφη στις 8 Δεκεμβρίου 1912 στο ύψωμα Πετσοφάς, στην ευρύτερη περιοχή της Καλλονής, μετά από τη μάχη του Κλαπάδου. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο νησί εγκαταστάθηκαν μονάδες του Αγγλογαλλικού στόλου και μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922, η Λέσβος δέχτηκε για μόνιμη διαμονή περίπου 24.000 πρόσφυγες οι οποίοι προσέφεραν φθηνά εργατικά χέρια, αλλά και τις ιδιαίτερες γνώσεις τους σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα την ιδιαίτερη οικονομική άνθηση της εποχής. Ωστόσο, το 1923 με τη συνθήκη της Λωζάνης, πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με την ολοκληρωτική αποχώρηση του μουσουλμανικού στοιχείου από το νησί και τη διακοπή κάθε οικονομικής δραστηριότητας με τα απέναντι παράλια. Το 1941 κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα Γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν το νησί και αποχώρησαν  μετά από 3 χρόνια δεινών. Στα χρόνια μετά τον εμφύλιο, οι πολιτικές διώξεις και οι δυσμενείς κοινωνικοοικονομικές συνθήκες οδηγούν σε μεγάλο κύμα εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης.

Πηγές:
-Η Λέσβος στο πέρασμα του Χρόνου, Στρατής Ι. Αναγνώστου Ιστορικός, Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων Ν. Λέσβου, http://www.olsa.gr/?q=node/18
– «Ιστορία της Λέσβου», έκδοση του Συνδέσμου Φιλολόγων Λέσβου (Ζ΄ έκδοση), Μυτιλήνη 2006