Χλωρίδα


Η Λέσβος λόγω ευνοϊκών εδαφοκλιματικών συνθηκών, διαθέτει μια από τις πλουσιότερες χλωρίδες του κόσμου, γεγονός που κατά πολύ συμβάλλει στην αισθητική του νησιού. Η αρχαία λυρική ποιήτρια Σαπφώ (6ος π.Χ. αιώνας) αναφέρει σε ποιήματά της τα φυτά της Λεσβιακής γης, ενώ επίσης ο φιλόσοφος Θεόφραστος (3ος π.Χ. αιώνας) καταγράφει συστηματικά μεγάλο αριθμό φυτών και ορίζεται ως ο ιδρυτής της Βοτανικής.

Σήμερα, περισσότερα από 1.400 taxa (είδη και υποείδη) φυτών περιλαμβάνονται στην χλωρίδα της Λέσβου. Ο πλούτος αυτός οφείλεται μεταξύ άλλων στην ποικιλία των βιοτόπων του νησιού, την ιδιαιτερότητα των πετρωμάτων του, τη μακροχρόνια επίδραση του ανθρώπου, την γειτνίασή του με τη Μικρά Ασία αλλά και τον από γεωλογική άποψη, πρόσφατο αποχωρισμό του Ανατολικού Αιγαίου από αυτή. Το νησί θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «Βοτανικός Παράδεισος» με  αρωματικά-φαρμακευτικά, καλλωπιστικά και σπάνια φυτά, δένδρα και θάμνους. Πολλά από αυτά τα φυτά περιλαμβάνονται στο Κόκκινο Βιβλίο των σπάνιων και απειλούμενων φυτών της ελληνικής χλωρίδας. Αν και η Δυτική Λέσβος, συγκριτικά με την υπόλοιπη νησιωτική έκταση, είναι άγονη -με την εξαίρεση μικρές πεδινές εκτάσεις – τα ανατολικά, νότια και κεντρικά τμήματα είναι κατάφυτα από ελαιώνες (11.000.000 περίπου ελαιόδεντρα) και δάση πεύκων, βελανιδιών, καστανιών, πλατανιών, κ.α.

Μέσα από την μακρόχρονη παρουσία τους οι ελαιώνες έχουν αναδειχτεί ως το χαρακτηριστικότερο οικοσύστημα της Λέσβου. Είναι το πλέον εκτεταμένο σύστημα στο νησί και εμφανίζει σαφείς διαφορές ως προς το υψόμετρο, την ηλικία των δέντρων, την πυκνότητά τους και την υποκείμενη βλάστηση.

Το κύριο δασικό είδος της Λέσβου με την μεγαλύτερη εξάπλωση είναι η Τραχεία Πεύκη (Pinus brutia ten.). Ένα δεύτερο είδος πεύκης η Μαύρη Πεύκη (Pinus nigra) σχηματίζει δύο περιορισμένης έκτασης δάση, ανάμικτα με την Τραχεία Πεύκη. Το ένα βρίσκεται στην κορυφή Ψηλοκούδουνο μεταξύ Αγιάσου και Πλωμαρίου και το δεύτερο στην κορυφή του όρους Προφήτης Ηλίας κοντά στο χωριό Πτερούντα. Στην περιοχή της Αγιάσου παρατηρείται το μόνο μεγάλο καστανόδασος (Castanea sativa) που εντοπίζεται στη νήσο Λέσβο, το οποίο μάλιστα αποτελεί και καλλιεργούμενη έκταση, με πλούσιο υποόροφο και σημαντική αναγέννηση. Εκτάσεις καστανιάς απαντώνται νότια του οικισμού της Αγιάσου, στην περιοχή του Σανατορίου (έκταση 8.000 στρέμματα-20.000 δένδρα).

Ενδιαφέρον προκαλεί και ο μεγάλος αριθμός των άγριων ορχιδέων που μπορείτε να συναντήσετε σε διάφορες περιοχές του νησιού. Πολλά ορχεοειδή δεν έχουν βρεθεί μέχρι τώρα σε κανένα άλλο μέρος της χώρας μας, εκτός από την περιοχή του όρους Ολύμπου Αγιάσου της Λέσβου. Κάποια από τα είδη που μπορεί να συναντήσετε εδώ είναι η Οφρύς του Ράινχολντ (Ophrys reinholdii), το Λιμόδωρο το Εκτρωτικό (Limodorum abortivum), η Πυραμιδική Ορχιδέα (Anacamptis pyramidalis), όπως και η Ορχιδέα του Κομπέρ (Comperia comperiana). Στην ίδια περιοχή φυτρώνει και ένα άλλο φυτό, η σπάνια παιώνια (Paeonia).

Θα πρέπει να αναφέρουμε επίσης την ύπαρξη του κίτρινου Ροδόδεντρου (Rhododendron luteum sweet), το οποίο δεν υπάρχει πουθενά στην Ελλάδα, παρά μόνο στην Λέσβο. Πρόκειται για φυλλοβόλο θάμνο ύψους μέχρι 4,5 μ., με μεγάλα ωραία κίτρινα άνθη και φύλλα λογχοειδή και επιμήκη. Φύεται σε υγρά και γόνιμα αμμώδη και αργιλώδη εδάφη και το συναντάμε σε υψόμετρο από 60μ. έως την κορυφή του βουνού Προφήτη Ηλία (799μ.) της περιοχής Παρακοίλων, Ανεμώτιας και Πτερούντας.

Άλλα είδη που συναντώνται στη λεσβιακή ύπαιθρο είναι η αγριλιά (Olea oleaster), μυρτιά (Myrtus communis), πικροδάφνη (Nerium oleander), κουμαριά (Arbutus unedo), πουρνάρι ή πρίνος (Quercus coccifera), λαδανιά ή αξίστης (Cistus creticus), ρείκι δενδρώδες (Erica arborea), δάφνη του Απόλλωνα ή βάγια (Laurus nobilis), σπάρτο (Spartium junceum), δρυς χνοώδης ή ρουπάκι (Quercus pubesteus) κ.α.

Τα τελευταία χρόνια πολλοί επισκέπτες έρχονται κάθε χρόνο στη Λέσβο για να περπατήσουν τα μονοπάτια της και να θαυμάσουν από κοντά τα σπάνια φυτά της.